περόνη

περόνη
Μακρύ οστό του κάτω άκρου που μετέχει στην ποδοκνημική άρθρωση· αρθρούται στο επάνω μέρος με το άνω άκρο της κνήμης, ενώ στο κάτω μέρος συνδέεται με την κνήμη με τη μεσόστεα μεμβράνη και με ισχυρούς συνδέσμους. Το κάτω άκρο της σχηματίζει το έξω σφυρό. Υπόκειται με σχετική συχνότητα σε κατάγματα που συχνότερα εντοπίζονται στο κατώτερο μέρος της και οφείλονται σε βίαιες κινήσεις του άκρου ποδός (τρέξιμο σε σκληρό έδαφος).
* * *
η, ΝΜΑ
1. μυτερή, αιχμηρή καρφίτσα, με την οποία καρφώνονται μαζί, στερεώνονται δύο πράγματα, δύο κομμάτια υφάσματος κ.λπ
2. κόσμημα τής γυναικείας αμφίεσης, πόρπη («ἀποσπάσας εἱμάτων χρυσηλάτους περόνας», Σοφ.)
3. μακρό και λεπτό οστό που καταλαμβάνει το έξω πλάγιο τμήμα τής κνήμης («παρὰ δὲ τὴν κνήμην περόναι δύο παρήκουσιν, αἵ κάτωθεν μὲν πρὸς τοῡ ποδὸς τὰ σφυρὰ τελευτῶσιν», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
1. το πιρούνι
2. τεχνολ. μεταλλικός γόμφος που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τμημάτων μηχανών
3. φρ. «ασφαλιστική περόνη» ή «περόνη ασφαλείας» — μικρός μεταλλικός γόμφος που μπαίνει σε οπή στα άκρα διαφόρων εξαρτημάτων με σκοπό να ασφαλίσει το εξάρτημα έτσι ώστε να μη φύγει από τη θέση του ακόμη και όταν χαλαρώσει η σύνδεσή του, κν. κοπίλια
αρχ.
1. καρφί περασμένο στο άκρο τού άξονα και έξω από τον ομφαλό τού τροχού
2. στρόφιγγα σε παραστάδα θύρας
3. εργαλείο για να στρίβουν τα σχοινιά τού πλοίου
4. το μικρότερο από τα δύο οστά τού πήχεως («ἄνω δὲ σμικρῷ τῆς περόνης ἐς τὸν ἀγκῶνα», Ιπποκρ.)
5. επίφυση οστού, φύμα («τὰ ἑκατέρωθεν τοῡ μείζονος ὀστοῡ, ὃ τὴν κνήμην φέρει... μικρά ὁστάρια, ἃ περόναι λέγονται», Ιπποκρ.)
6. θαλασσινό μακρόστενο ψάρι, η ζαργάνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περ- τού πείρω* «τρυπώ» + επίθημα -όνη (πρβλ. βελ-όνη, ακ-όνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περόνη — pin fem nom/voc sg (attic epic ionic) περονάω pierce pres imperat act 2nd sg (doric) περονάω pierce pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) περονάω pierce imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περόνῃ — περόνη pin fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περόνη ασφαλείας — Μηχανολογικό εξάρτημα από λεπτό χαλύβδινο (ή άλλου μετάλλου) σύρμα εξέλασης, αναδιπλωμένο γύρω από τον εαυτό του ώστε να σχηματίζει μικρό δακτύλιο στο ένα άκρο του. Τοποθετείται στα άκρα πείρων, για να εμποδίζει την ολίσθησή τους από τις έδρες ή… …   Dictionary of Greek

  • περόνη — η 1. συνδετήρας, καρφίτσα. 2. το πίσω κόκαλο της κνήμης. 3. πιρούνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περόναι — περόνη pin fem nom/voc pl περόνᾱͅ , περόνη pin fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περονᾶν — περόνη pin fem gen pl (doric aeolic) περονάω pierce pres part act masc voc sg (doric aeolic) περονάω pierce pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) περονάω pierce pres part act masc nom sg (doric aeolic) περονᾶ̱ν , περονάω pierce pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περονῶν — περόνη pin fem gen pl περονάω pierce pres part act masc voc sg περονάω pierce pres part act neut nom/voc/acc sg περονάω pierce pres part act masc nom sg (attic epic ionic) περονάω pierce pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περόναις — περόνη pin fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περόνην — περόνη pin fem acc sg (attic epic ionic) περονάω pierce imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) περονάω pierce imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περόνης — περόνη pin fem gen sg (attic epic ionic) περονάω pierce pres ind act 2nd sg περονάω pierce imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”